προϊών
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προϊών < αρχαία ελληνική προϊών
ΜετοχήΕπεξεργασία
προϊών, -ούσα, -όν
- κάτι που εξελίσσεται κλιμακωτά, βαθμιαία, σταδιακά ή προοδευτικά
- προϊόντος του χρόνου (καθώς περνά ο καιρός)
- προϊούσα σήψη
- συνέχισε να καπνίζει παρά την προϊούσα επιδείνωση του καρκίνου των πνευμόνων του
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προϊών
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
προϊών < μετοχή του ρήματος πρόειμι (προχωρώ μπροστά)
ΜετοχήΕπεξεργασία
προϊών
- προϊών
- προϊόντος τοῦ χρόνου