προϊοντολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προϊοντολόγιο | τα | προϊοντολόγια |
γενική | του | προϊοντολόγιου & προϊοντολογίου |
των | προϊοντολόγιων & προϊοντολογίων |
αιτιατική | το | προϊοντολόγιο | τα | προϊοντολόγια |
κλητική | προϊοντολόγιο | προϊοντολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προϊοντολόγιο ουδέτερο
- (νεολογισμός, λόγιο) το σύνολο των προϊόντων ενός καταστήματος, μιας επιχείρησης κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προϊοντολόγιο