χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτιμότερος η προτιμότερη το προτιμότερο
      γενική του προτιμότερου της προτιμότερης του προτιμότερου
    αιτιατική τον προτιμότερο την προτιμότερη το προτιμότερο
     κλητική προτιμότερε προτιμότερη προτιμότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτιμότεροι οι προτιμότερες τα προτιμότερα
      γενική των προτιμότερων των προτιμότερων των προτιμότερων
    αιτιατική τους προτιμότερους τις προτιμότερες τα προτιμότερα
     κλητική προτιμότεροι προτιμότερες προτιμότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προτιμότερος < αρχαία ελληνική προτιμότερος, συγκριτικός βαθμός του πρότιμος < πρό + τιμή

  Επίθετο

επεξεργασία

προτιμότερος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία