προτιμητέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτιμητέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτιμητέος [1]
Επίθετο
επεξεργασίαπροτιμητέος, -α, -ο
- προτιμότερος, που είναι καλύτερα να τον προτιμήσει κανείς από κάτι άλλο, που ίσως πρέπει να τον προτιμήσει
Συγγενικά
επεξεργασία- προτιμητέο (ως ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτιμητέος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προτιμώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτιμητέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπροτιμητέος, -α, -ον
Πηγές
επεξεργασία- προτιμητέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.