↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτιμητέος η προτιμητέα το προτιμητέο
      γενική του προτιμητέου της προτιμητέας του προτιμητέου
    αιτιατική τον προτιμητέο την προτιμητέα το προτιμητέο
     κλητική προτιμητέε προτιμητέα προτιμητέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτιμητέοι οι προτιμητέες τα προτιμητέα
      γενική των προτιμητέων των προτιμητέων των προτιμητέων
    αιτιατική τους προτιμητέους τις προτιμητέες τα προτιμητέα
     κλητική προτιμητέοι προτιμητέες προτιμητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προτιμητέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτιμητέος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

προτιμητέος, -α, -ο

  • προτιμότερος, που είναι καλύτερα να τον προτιμήσει κανείς από κάτι άλλο, που ίσως πρέπει να τον προτιμήσει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προτιμώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προτιμητέος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

προτιμητέος, -α, -ον