προσωποποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσωποποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσωποποιώ
Μετοχή επεξεργασία
προσωποποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσωποποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσωποποιημένος