προσωποποιημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπροσωποποιημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του προσωποποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του προσωποποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσωποποιημένος