προσωποκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωποκεντρικός < πρόσωπ(ο) + -ο- + κεντρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pro.so.po.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐πο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπροσωποκεντρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεαι με το άτομο, με συγκεκριμένο άνθρωπο
- ⮡ προσωποκεντρική θεραπεία
- → χρειάζεται παράθεμα
- που βασίζεται μόνο σε έναν άνθρωπο
- ⮡ προσωποκεντρικό κόμμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσωποκεντρικός
|