↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσοφθάλμιο τα προσοφθάλμια
      γενική του προσοφθάλμιου των προσοφθάλμιων
    αιτιατική το προσοφθάλμιο τα προσοφθάλμια
     κλητική προσοφθάλμιο προσοφθάλμια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσοφθάλμιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προσοφθάλμιος < προσ- + οφθαλμός + -ιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσοφθάλμιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία