προσοφθάλμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσοφθάλμιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προσοφθάλμιος < προσ- + οφθαλμός + -ιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσοφθάλμιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- προσοφθάλμιος
- → δείτε τις λέξεις προς και οφθαλμός