προσοντολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσοντολόγιο | τα | προσοντολόγια |
γενική | του | προσοντολόγιου & προσοντολογίου |
των | προσοντολόγιων & προσοντολογίων |
αιτιατική | το | προσοντολόγιο | τα | προσοντολόγια |
κλητική | προσοντολόγιο | προσοντολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσοντολόγιο (νεολογισμός) < προσόν (προσόντ(ος)) + -ο- + -λόγιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσοντολόγιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) το σύνολο των απαραίτητων προσόντων για διορισμό στο δημόσιο τομέα τα οποία έχουν καθοριστεί από το κράτος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσοντολόγιο
|
Πηγές
επεξεργασία- προσοντολόγιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσοντολόγιο - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr