Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσηλυτισμένος η προσηλυτισμένη το προσηλυτισμένο
      γενική του προσηλυτισμένου της προσηλυτισμένης του προσηλυτισμένου
    αιτιατική τον προσηλυτισμένο την προσηλυτισμένη το προσηλυτισμένο
     κλητική προσηλυτισμένε προσηλυτισμένη προσηλυτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσηλυτισμένοι οι προσηλυτισμένες τα προσηλυτισμένα
      γενική των προσηλυτισμένων των προσηλυτισμένων των προσηλυτισμένων
    αιτιατική τους προσηλυτισμένους τις προσηλυτισμένες τα προσηλυτισμένα
     κλητική προσηλυτισμένοι προσηλυτισμένες προσηλυτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσηλυτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσηλυτίζω

  Μετοχή επεξεργασία

προσηλυτισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία