προσηλυτισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπροσηλυτισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του προσηλυτισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του προσηλυτισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσηλυτισμένος