Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσεισμός οι προσεισμοί
      γενική του προσεισμού των προσεισμών
    αιτιατική τον προσεισμό τους προσεισμούς
     κλητική προσεισμέ προσεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσεισμός < προ- + σεισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική foreshock[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.siˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σει‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσεισμός αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. προσεισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)