προσεισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεισμός < προ- + σεισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική foreshock[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.siˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σει‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσεισμός αρσενικό
- (σεισμολογία) σεισμός που γίνεται πριν από τον κύριο σεισμό και είναι μικρότερης έντασης
- ※ Είχαν καταγραφεί αρκετοί προσεισμοί από την 9η Μαρτίου, με τον ισχυρότερο μεγέθους 7,2, σε απόσταση 40 χλμ. περίπου από τον κύριο σεισμό. Για τους μετασεισμούς δεν γίνεται λόγος, και θα είναι ισχυροί και θα διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα καταστροφικά αποτελέσματα του σεισμού οφείλονται κυρίως στο τσουνάμι, δευτερογενές φαινόμενο, και όχι στον κύριο κραδασμό. (εφ. Ελευθεροτυπία, 12/03/2011)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσεισμικός
- → δείτε τις λέξεις προ, σεισμός και σείω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσεισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προσεισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)