Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προπαγανδισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προπαγανδισμέν
ος
η
προπαγανδισμέν
η
το
προπαγανδισμέν
ο
γενική
του
προπαγανδισμέν
ου
της
προπαγανδισμέν
ης
του
προπαγανδισμέν
ου
αιτιατική
τον
προπαγανδισμέν
ο
την
προπαγανδισμέν
η
το
προπαγανδισμέν
ο
κλητική
προπαγανδισμέν
ε
προπαγανδισμέν
η
προπαγανδισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προπαγανδισμέν
οι
οι
προπαγανδισμέν
ες
τα
προπαγανδισμέν
α
γενική
των
προπαγανδισμέν
ων
των
προπαγανδισμέν
ων
των
προπαγανδισμέν
ων
αιτιατική
τους
προπαγανδισμέν
ους
τις
προπαγανδισμέν
ες
τα
προπαγανδισμέν
α
κλητική
προπαγανδισμέν
οι
προπαγανδισμέν
ες
προπαγανδισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προπαγανδισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προπαγανδίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροπαγάνδιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προπαγανδισμένος