απροπαγάνδιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απροπαγάνδιστος < α- + προπαγανδίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααπροπαγάνδιστος
- που δεν έχει προπαγανδίσει
- που δεν έχει προπαγανδιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προπαγάνδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία απροπαγάνδιστος
|