προπαγανδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπαγανδίζω < προπαγάνδ(α) + -ίζω > (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική propagandize ή από τη γαλλική έκφραση faire de la propagande[1] > μεσαιωνική λατινική propaganda > λατινικό ρήμα propago[2]. Συγγενικό και το ιταλικό propagare ("απλώνω, πολλαπλασιάζω, διαδίδω")
Ρήμα
επεξεργασίαπροπαγανδίζω, αόρ.: προπαγάνδισα, παθ.φωνή: προπαγανδίζομαι, π.αόρ.: προπαγανδίστηκα, μτχ.π.π.: προπαγανδισμένος
- το να κάνω προπαγάνδα, προβάλλω δημόσια μια άποψη με στόχο να επηρεάσω την κοινή γνώμη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προπαγάνδα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προπαγανδίζω | προπαγάνδιζα | θα προπαγανδίζω | να προπαγανδίζω | προπαγανδίζοντας | |
β' ενικ. | προπαγανδίζεις | προπαγάνδιζες | θα προπαγανδίζεις | να προπαγανδίζεις | προπαγάνδιζε | |
γ' ενικ. | προπαγανδίζει | προπαγάνδιζε | θα προπαγανδίζει | να προπαγανδίζει | ||
α' πληθ. | προπαγανδίζουμε | προπαγανδίζαμε | θα προπαγανδίζουμε | να προπαγανδίζουμε | ||
β' πληθ. | προπαγανδίζετε | προπαγανδίζατε | θα προπαγανδίζετε | να προπαγανδίζετε | προπαγανδίζετε | |
γ' πληθ. | προπαγανδίζουν(ε) | προπαγάνδιζαν προπαγανδίζαν(ε) |
θα προπαγανδίζουν(ε) | να προπαγανδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προπαγάνδισα | θα προπαγανδίσω | να προπαγανδίσω | προπαγανδίσει | ||
β' ενικ. | προπαγάνδισες | θα προπαγανδίσεις | να προπαγανδίσεις | προπαγάνδισε | ||
γ' ενικ. | προπαγάνδισε | θα προπαγανδίσει | να προπαγανδίσει | |||
α' πληθ. | προπαγανδίσαμε | θα προπαγανδίσουμε | να προπαγανδίσουμε | |||
β' πληθ. | προπαγανδίσατε | θα προπαγανδίσετε | να προπαγανδίσετε | προπαγανδίστε | ||
γ' πληθ. | προπαγάνδισαν προπαγανδίσαν(ε) |
θα προπαγανδίσουν(ε) | να προπαγανδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προπαγανδίσει | είχα προπαγανδίσει | θα έχω προπαγανδίσει | να έχω προπαγανδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προπαγανδίσει | είχες προπαγανδίσει | θα έχεις προπαγανδίσει | να έχεις προπαγανδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προπαγανδίσει | είχε προπαγανδίσει | θα έχει προπαγανδίσει | να έχει προπαγανδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προπαγανδίσει | είχαμε προπαγανδίσει | θα έχουμε προπαγανδίσει | να έχουμε προπαγανδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προπαγανδίσει | είχατε προπαγανδίσει | θα έχετε προπαγανδίσει | να έχετε προπαγανδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προπαγανδίσει | είχαν προπαγανδίσει | θα έχουν προπαγανδίσει | να έχουν προπαγανδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προπαγανδίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προπαγανδίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)