Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

propago < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

propago (la) θηλυκό

  1. (βοτανική) βλαστός
  2. απόγονος

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική propago propaginēs
γενική propaginis propaginum
δοτική propaginī propaginibus
αιτιατική propaginem propaginēs
κλητική propago propaginēs
αφαιρετική propagine propaginibus
(γ' κλίση)

  Ρήμα επεξεργασία

propago (la) (prōpāgō1, prōpāgāvī, prōpāgātum, prōpāgāre)

  1. διαδίδω, προπαγανδίζω
  2. αφήνω απογόνους

Κλίση επεξεργασία