προκάτοχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προκάτοχος | η | προκάτοχος & προκάτοχη |
το | προκάτοχο |
γενική | του | προκατόχου & προκάτοχου |
της | προκατόχου & προκάτοχης |
του | προκατόχου & προκάτοχου |
αιτιατική | τον | προκάτοχο | την | προκάτοχο & προκάτοχη |
το | προκάτοχο |
κλητική | προκάτοχε | προκάτοχε & προκάτοχη |
προκάτοχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προκάτοχοι | οι | προκάτοχοι & προκάτοχες |
τα | προκάτοχα |
γενική | των | προκατόχων & προκάτοχων |
των | προκατόχων & προκάτοχων |
των | προκατόχων & προκάτοχων |
αιτιατική | τους | προκατόχους & προκάτοχους |
τις | προκατόχους & προκάτοχες |
τα | προκάτοχα |
κλητική | προκάτοχοι | προκάτοχοι & προκάτοχες |
προκάτοχα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπροκάτοχος, -ος/-η, -ο
- αυτός που κατείχε τη θέση μου πριν από μένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκάτοχος