προεμμηνορρυσιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεμμηνορρυσιακός < προ- + εμμηνορρυσιακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prémenstruel)
Επίθετο
επεξεργασίαπροεμμηνορρυσιακός
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεμμηνορρυσιακός
|