↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεμμηνορρυσιακός η προεμμηνορρυσιακή το προεμμηνορρυσιακό
      γενική του προεμμηνορρυσιακού της προεμμηνορρυσιακής του προεμμηνορρυσιακού
    αιτιατική τον προεμμηνορρυσιακό την προεμμηνορρυσιακή το προεμμηνορρυσιακό
     κλητική προεμμηνορρυσιακέ προεμμηνορρυσιακή προεμμηνορρυσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεμμηνορρυσιακοί οι προεμμηνορρυσιακές τα προεμμηνορρυσιακά
      γενική των προεμμηνορρυσιακών των προεμμηνορρυσιακών των προεμμηνορρυσιακών
    αιτιατική τους προεμμηνορρυσιακούς τις προεμμηνορρυσιακές τα προεμμηνορρυσιακά
     κλητική προεμμηνορρυσιακοί προεμμηνορρυσιακές προεμμηνορρυσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεμμηνορρυσιακός < προ- + εμμηνορρυσιακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prémenstruel)

  Επίθετο

επεξεργασία

προεμμηνορρυσιακός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία