Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεκτυπωμένος η προεκτυπωμένη το προεκτυπωμένο
      γενική του προεκτυπωμένου της προεκτυπωμένης του προεκτυπωμένου
    αιτιατική τον προεκτυπωμένο την προεκτυπωμένη το προεκτυπωμένο
     κλητική προεκτυπωμένε προεκτυπωμένη προεκτυπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεκτυπωμένοι οι προεκτυπωμένες τα προεκτυπωμένα
      γενική των προεκτυπωμένων των προεκτυπωμένων των προεκτυπωμένων
    αιτιατική τους προεκτυπωμένους τις προεκτυπωμένες τα προεκτυπωμένα
     κλητική προεκτυπωμένοι προεκτυπωμένες προεκτυπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

προεκτυπωμένος




  Μεταφράσεις επεξεργασία