προεκτυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεκτυπώνω < προ- + εκτυπώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preprint)
Ρήμα
επεξεργασίαπροεκτυπώνω (παθητική φωνή: προεκτυπώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προεκτυπωμένος
- προεκτύπωση
- → δείτε τις λέξεις προ, εκτυπώνω και τύπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προεκτυπώνω | προεκτύπωνα | θα προεκτυπώνω | να προεκτυπώνω | προεκτυπώνοντας | |
β' ενικ. | προεκτυπώνεις | προεκτύπωνες | θα προεκτυπώνεις | να προεκτυπώνεις | προεκτύπωνε | |
γ' ενικ. | προεκτυπώνει | προεκτύπωνε | θα προεκτυπώνει | να προεκτυπώνει | ||
α' πληθ. | προεκτυπώνουμε | προεκτυπώναμε | θα προεκτυπώνουμε | να προεκτυπώνουμε | ||
β' πληθ. | προεκτυπώνετε | προεκτυπώνατε | θα προεκτυπώνετε | να προεκτυπώνετε | προεκτυπώνετε | |
γ' πληθ. | προεκτυπώνουν(ε) | προεκτύπωναν προεκτυπώναν(ε) |
θα προεκτυπώνουν(ε) | να προεκτυπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προεκτύπωσα | θα προεκτυπώσω | να προεκτυπώσω | προεκτυπώσει | ||
β' ενικ. | προεκτύπωσες | θα προεκτυπώσεις | να προεκτυπώσεις | προεκτύπωσε | ||
γ' ενικ. | προεκτύπωσε | θα προεκτυπώσει | να προεκτυπώσει | |||
α' πληθ. | προεκτυπώσαμε | θα προεκτυπώσουμε | να προεκτυπώσουμε | |||
β' πληθ. | προεκτυπώσατε | θα προεκτυπώσετε | να προεκτυπώσετε | προεκτυπώστε | ||
γ' πληθ. | προεκτύπωσαν προεκτυπώσαν(ε) |
θα προεκτυπώσουν(ε) | να προεκτυπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προεκτυπώσει | είχα προεκτυπώσει | θα έχω προεκτυπώσει | να έχω προεκτυπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προεκτυπώσει | είχες προεκτυπώσει | θα έχεις προεκτυπώσει | να έχεις προεκτυπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει προεκτυπώσει | είχε προεκτυπώσει | θα έχει προεκτυπώσει | να έχει προεκτυπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προεκτυπώσει | είχαμε προεκτυπώσει | θα έχουμε προεκτυπώσει | να έχουμε προεκτυπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προεκτυπώσει | είχατε προεκτυπώσει | θα έχετε προεκτυπώσει | να έχετε προεκτυπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προεκτυπώσει | είχαν προεκτυπώσει | θα έχουν προεκτυπώσει | να έχουν προεκτυπώσει |
|