Ετυμολογία

επεξεργασία
προεκτυπώνω < προ- + εκτυπώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preprint)

προεκτυπώνω (παθητική φωνή: προεκτυπώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία