Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεκτυπώνω < προ- + εκτυπώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preprint)

  Ρήμα επεξεργασία

προεκτυπώνω (παθητική φωνή: προεκτυπώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία