προεκτυπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροεκτυπώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προεκτυπώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προεκτυπώνομαι | προεκτυπωνόμουν(α) | θα προεκτυπώνομαι | να προεκτυπώνομαι | ||
β' ενικ. | προεκτυπώνεσαι | προεκτυπωνόσουν(α) | θα προεκτυπώνεσαι | να προεκτυπώνεσαι | (προεκτυπώνου) | |
γ' ενικ. | προεκτυπώνεται | προεκτυπωνόταν(ε) | θα προεκτυπώνεται | να προεκτυπώνεται | ||
α' πληθ. | προεκτυπωνόμαστε | προεκτυπωνόμαστε προεκτυπωνόμασταν |
θα προεκτυπωνόμαστε | να προεκτυπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | προεκτυπώνεστε | προεκτυπωνόσαστε προεκτυπωνόσασταν |
θα προεκτυπώνεστε | να προεκτυπώνεστε | (προεκτυπώνεστε) | |
γ' πληθ. | προεκτυπώνονται | προεκτυπώνονταν προεκτυπωνόντουσαν |
θα προεκτυπώνονται | να προεκτυπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προεκτυπώθηκα | θα προεκτυπωθώ | να προεκτυπωθώ | προεκτυπωθεί | ||
β' ενικ. | προεκτυπώθηκες | θα προεκτυπωθείς | να προεκτυπωθείς | προεκτυπώσου | ||
γ' ενικ. | προεκτυπώθηκε | θα προεκτυπωθεί | να προεκτυπωθεί | |||
α' πληθ. | προεκτυπωθήκαμε | θα προεκτυπωθούμε | να προεκτυπωθούμε | |||
β' πληθ. | προεκτυπωθήκατε | θα προεκτυπωθείτε | να προεκτυπωθείτε | προεκτυπωθείτε | ||
γ' πληθ. | προεκτυπώθηκαν προεκτυπωθήκαν(ε) |
θα προεκτυπωθούν(ε) | να προεκτυπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προεκτυπωθεί | είχα προεκτυπωθεί | θα έχω προεκτυπωθεί | να έχω προεκτυπωθεί | προεκτυπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις προεκτυπωθεί | είχες προεκτυπωθεί | θα έχεις προεκτυπωθεί | να έχεις προεκτυπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προεκτυπωθεί | είχε προεκτυπωθεί | θα έχει προεκτυπωθεί | να έχει προεκτυπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προεκτυπωθεί | είχαμε προεκτυπωθεί | θα έχουμε προεκτυπωθεί | να έχουμε προεκτυπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προεκτυπωθεί | είχατε προεκτυπωθεί | θα έχετε προεκτυπωθεί | να έχετε προεκτυπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προεκτυπωθεί | είχαν προεκτυπωθεί | θα έχουν προεκτυπωθεί | να έχουν προεκτυπωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεκτυπώνομαι
|