προβατένιος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προβατένιος | η | προβατένια | το | προβατένιο |
γενική | του | προβατένιου | της | προβατένιας | του | προβατένιου |
αιτιατική | τον | προβατένιο | την | προβατένια | το | προβατένιο |
κλητική | προβατένιε | προβατένια | προβατένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προβατένιοι | οι | προβατένιες | τα | προβατένια |
γενική | των | προβατένιων | των | προβατένιων | των | προβατένιων |
αιτιατική | τους | προβατένιους | τις | προβατένιες | τα | προβατένια |
κλητική | προβατένιοι | προβατένιες | προβατένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπροβατένιος < πρόβατ(ο) + -ένιος
Επίθετο
επεξεργασίαπροβατένιος, -α, -ο
- συνώνυμο του προβατίσιος & πρόβειος
- ※ το άμοιρο πλασματάκι, και εκινούσε ανήσυχα τα τέσσερα μαλλιαρά ποδαράκια του και το προβατένιο κεφαλάκι του μέσα εις τες τρεμουλιαστές αγκάλες της αγαθής μαμμής (Ιωάννης Α. Γκίκας, διηγήματα Δροσείς και δάκρυα, έκδ. Θ. Κασιμάτης και Κ. Ιωνάς, 1920 απόσπασμα@books.google)
- ※ αν εμπόδιζε την απόχτηση προβάτων, είναι φανερό πώς θα μιλούσε για 'προβατένιο' και 'βωδινό' πλούτο (περιοδικό Νέα Εστία, τόμος 30, 1941 απόσπασμα@books.google)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προβατένιος
|