Δείτε επίσης: προαύλιο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προαύλιον τὰ προαύλι
      γενική τοῦ προαυλίου τῶν προαυλίων
      δοτική τῷ προαυλί τοῖς προαυλίοις
    αιτιατική τὸ προαύλιον τὰ προαύλι
     κλητική ! προαύλιον προαύλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προαυλίω
γεν-δοτ τοῖν  προαυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

προαύλιον < προ- + αὐλ(ός) + -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προαύλιον, -ου ουδέτερο

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

προαύλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική προ- + αὔλιον (αγροτική κατοικία - θάλαμος), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αὔλιος < αὐλή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προαύλιον, -ου ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία