προαναστάσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαναστάσιμος < προ- + αναστάσιμος
Επίθετο επεξεργασία
προαναστάσιμος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναστάσιμος, ανάσταση και Ανάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
προαναστάσιμος
|