Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταναστάσιμος η μεταναστάσιμη το μεταναστάσιμο
      γενική του μεταναστάσιμου της μεταναστάσιμης του μεταναστάσιμου
    αιτιατική τον μεταναστάσιμο τη μεταναστάσιμη το μεταναστάσιμο
     κλητική μεταναστάσιμε μεταναστάσιμη μεταναστάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταναστάσιμοι οι μεταναστάσιμες τα μεταναστάσιμα
      γενική των μεταναστάσιμων των μεταναστάσιμων των μεταναστάσιμων
    αιτιατική τους μεταναστάσιμους τις μεταναστάσιμες τα μεταναστάσιμα
     κλητική μεταναστάσιμοι μεταναστάσιμες μεταναστάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταναστάσιμος < μετα- + αναστάσιμος

  Επίθετο επεξεργασία

μεταναστάσιμος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία