Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρισματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρισματικ
ός
η
πρισματικ
ή
το
πρισματικ
ό
γενική
του
πρισματικ
ού
της
πρισματικ
ής
του
πρισματικ
ού
αιτιατική
τον
πρισματικ
ό
την
πρισματικ
ή
το
πρισματικ
ό
κλητική
πρισματικ
έ
πρισματικ
ή
πρισματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρισματικ
οί
οι
πρισματικ
ές
τα
πρισματικ
ά
γενική
των
πρισματικ
ών
των
πρισματικ
ών
των
πρισματικ
ών
αιτιατική
τους
πρισματικ
ούς
τις
πρισματικ
ές
τα
πρισματικ
ά
κλητική
πρισματικ
οί
πρισματικ
ές
πρισματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρισματικός
<
πρίσμα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πρισματικός, -ή, -ό
ο
σχετικός
με
πρίσμα
Συγγενικά
επεξεργασία
πρισματικά
→
δείτε
τη λέξη
πρίσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρισματικός
αγγλικά
:
prismatic
(en)
γαλλικά
:
prismatique
(fr)