prismatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁis.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prismatique | prismatiques |
prismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
prismatique | prismatiques |
prismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό