↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεπούμενος η πρεπούμενη το πρεπούμενο
      γενική του πρεπούμενου της πρεπούμενης του πρεπούμενου
    αιτιατική τον πρεπούμενο την πρεπούμενη το πρεπούμενο
     κλητική πρεπούμενε πρεπούμενη πρεπούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεπούμενοι οι πρεπούμενες τα πρεπούμενα
      γενική των πρεπούμενων των πρεπούμενων των πρεπούμενων
    αιτιατική τους πρεπούμενους τις πρεπούμενες τα πρεπούμενα
     κλητική πρεπούμενοι πρεπούμενες πρεπούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρεπούμενος < πρέπει + -ούμενος[1] ή μεσαιωνική ελληνική πρεπούμενος[2] < αρχαία ελληνική πρέπω

πρεπούμενος

  1. (λαϊκότροπο) ο πρέπων, ο κατάλληλος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) το πρεπούμενο / τα πρεπούμενα: το αρμόζον ή το δίκαιο, το επιβαλλόμενο, το σωστό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πρεπούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρεπούμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)