Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρασινομάλλης η πρασινομάλλα
πρασινομαλλού
το πρασινομάλλικο
      γενική του πρασινομάλλη της πρασινομάλλας
πρασινομαλλούς
του πρασινομάλλικου
    αιτιατική τον πρασινομάλλη την πρασινομάλλα
πρασινομαλλού
το πρασινομάλλικο
     κλητική πρασινομάλλη πρασινομάλλα
πρασινομαλλού
πρασινομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρασινομάλληδες οι πρασινομάλλες
πρασινομαλλούδες
τα πρασινομάλλικα
      γενική των πρασινομάλληδων των
πρασινομαλλούδων
των πρασινομάλλικων
    αιτιατική τους πρασινομάλληδες τις πρασινομάλλες
πρασινομαλλούδες
τα πρασινομάλλικα
     κλητική πρασινομάλληδες πρασινομάλλες
πρασινομαλλούδες
πρασινομάλλικα
Το θηλυκό, σε και -ού.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κοκκινομύτης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρασινομάλλης < πρασινο- + -μάλλης

  Επίθετο επεξεργασία

πρασινομάλλης, -α/ού, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πρασινομαλλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)