πρασινάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρασινάδα < από το πράσινος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρασινάδα θηλυκό
- Η χλόη, τα χαμηλά χόρτα.
- Μα τι πρασινάδα έχει εδώ!
- Φάγαμε και μετά ξαπλώσαμε στην πρασινάδα.
- Το πράσινο χρώμα.
- Η πρασινάδα των ματιών της με ζαλίζει!