↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρασινάδα οι πρασινάδες
      γενική της πρασινάδας των πρασινάδων
    αιτιατική την πρασινάδα τις πρασινάδες
     κλητική πρασινάδα πρασινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρασινάδα < από το πράσινος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρασινάδα θηλυκό

  1. Η χλόη, τα χαμηλά χόρτα.
    Μα τι πρασινάδα έχει εδώ!
    Φάγαμε και μετά ξαπλώσαμε στην πρασινάδα.
  2. Το πράσινο χρώμα.
    Η πρασινάδα των ματιών της με ζαλίζει!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία