πελούζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελούζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pelouse
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελούζα θηλυκό
- κομμάτι εδάφους που καλύπτεται από πυκνή χαμηλή χλόη
- τμήμα της κερκίδας ενός ιπποδρόμου, που συνήθως καλύπτεται με χλόη, για τους θεατές με εισιτήριο δεύτερης θέσης