Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελούζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pelouse

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελούζα θηλυκό

  1. κομμάτι εδάφους που καλύπτεται από πυκνή χαμηλή χλόη
  2. τμήμα της κερκίδας ενός ιπποδρόμου, που συνήθως καλύπτεται με χλόη, για τους θεατές με εισιτήριο δεύτερης θέσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία