χλωρασιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλωρασιά | οι | χλωρασιές |
γενική | της | χλωρασιάς | των | χλωρασιών |
αιτιατική | τη | χλωρασιά | τις | χλωρασιές |
κλητική | χλωρασιά | χλωρασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χλωρασιά θηλυκό
- (λογοτεχνικό) η χλωρή τροφή φυτοφάγων ζώων
- (λογοτεχνικό, κατ’ επέκταση) η χλόη, το χλωρό χορτάρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χλωρασιά
|