ποστουρογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποστουρογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική posturography < ιταλική postura < λατινική positura < pono + αρχαία ελληνική γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποστουρογραφία θηλυκό
- (ιατρική, σπάνιο) μέθοδος αξιολόγησης της ικανότητας ενός ατόμου να διατηρεί την ισορροπία του σώματός του
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Posturography στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποστουρογραφία