πορφυρόχρωμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορφυρόχρωμος < (ελληνιστική κοινή) πορφυρόχρους < αρχαία ελληνική πορφύρα + χρώς, αναλύεται πορφυρ(ός) + -ο- + -χρωμος
Επίθετο επεξεργασία
πορφυρόχρωμος, -η, -ο
- ο πορφυρός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορφυρόχρωμος
|