ποριώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈrʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ριώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαποριώτικος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποριώτικος
|
ποριώτικος
|