Δείτε επίσης: ποριώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɾˈʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πο‐ριώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ποριώτης οι Ποριώτες
      γενική του Ποριώτη των Ποριωτών
    αιτιατική τον Ποριώτη τους Ποριώτες
     κλητική Ποριώτη Ποριώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ποριώτης < Πόρ(ος) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ποριώτης αρσενικό (θηλυκό Ποριώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ποριώτης οι Ποριώτηδες
      γενική του Ποριώτη* των Ποριώτηδων
    αιτιατική τον Ποριώτη τους Ποριώτηδες
     κλητική Ποριώτη Ποριώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Ποριώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ποριώτης < πατριδωνυμικό Ποριώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ποριώτης αρσενικό (θηλυκό Ποριώτη ή Ποριώτου)

Μεταγραφές επεξεργασία