Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Ποριώτισσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
Ποριώτισσ
α
οι
Ποριώτισσ
ες
γενική
της
Ποριώτισσ
ας
των
Ποριωτισσ
ών
αιτιατική
την
Ποριώτισσ
α
τις
Ποριώτισσ
ες
κλητική
Ποριώτισσ
α
Ποριώτισσ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ποριώτισσα
,
θηλυκό
του
Ποριώτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ποριώτισσα
θηλυκό
(
πατριδωνυμικό
) αυτή που κατοικεί στον
Πόρο
ή κατάγεται από το νησί αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ποριώτισσα