Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πομπευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πομπευμέν
ος
η
πομπευμέν
η
το
πομπευμέν
ο
γενική
του
πομπευμέν
ου
της
πομπευμέν
ης
του
πομπευμέν
ου
αιτιατική
τον
πομπευμέν
ο
την
πομπευμέν
η
το
πομπευμέν
ο
κλητική
πομπευμέν
ε
πομπευμέν
η
πομπευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πομπευμέν
οι
οι
πομπευμέν
ες
τα
πομπευμέν
α
γενική
των
πομπευμέν
ων
των
πομπευμέν
ων
των
πομπευμέν
ων
αιτιατική
τους
πομπευμέν
ους
τις
πομπευμέν
ες
τα
πομπευμέν
α
κλητική
πομπευμέν
οι
πομπευμέν
ες
πομπευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πομπευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πομπεύω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
διαπομπευμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
απόμπευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πομπευμένος
→
δείτε
τη λέξη
διαπομπευμένος