διαπομπευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
διαπομπευμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαπομπεύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπομπευμένος
|
διαπομπευμένος, -η, -ο
|