πολύστικτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύστικτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύστικτος
Επίθετο επεξεργασία
πολύστικτος, -η, -ο
- που έχει πολλά στίγματα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύστικτος
|