πολύρριζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύρριζος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύρριζος < πολύ- + ῥίζ(α) + -ος. Δείτε και ρρ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.ɾi.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύρ‐ρι‐ζος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύρριζος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολύρριζος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύρριζος | τὸ | πολύρριζον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυρρίζου | τοῦ | πολυρρίζου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυρρίζῳ | τῷ | πολυρρίζῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύρριζον | τὸ | πολύρριζον | ||
κλητική ὦ! | πολύρριζε | πολύρριζον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύρριζοι | τὰ | πολύρριζᾰ | ||
γενική | τῶν | πολυρρίζων | τῶν | πολυρρίζων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυρρίζοις | τοῖς | πολυρρίζοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυρρίζους | τὰ | πολύρριζᾰ | ||
κλητική ὦ! | πολύρριζοι | πολύρριζᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυρρίζω | τὼ | πολυρρίζω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυρρίζοιν | τοῖν | πολυρρίζοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολύρριζος (ελληνιστική κοινή) < πολύ- + αρχαία ελληνική ῥίζ(α) + -ος. Δείτε και ρρ.
Επίθετο
επεξεργασίαπολύρριζος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- πολύρριζος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύρριζος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.