Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύρριζος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύρριζος < πολύ- + ῥίζ(α) + -ος. Δείτε και ρρ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈli.ɾi.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λύρ‐ρι‐ζος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύρριζος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύρριζος τὸ πολύρριζον
      γενική τοῦ/τῆς πολυρρίζου τοῦ πολυρρίζου
      δοτική τῷ/τῇ πολυρρίζ τῷ πολυρρίζ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύρριζον τὸ πολύρριζον
     κλητική ! πολύρριζε πολύρριζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύρριζοι τὰ πολύρριζ
      γενική τῶν πολυρρίζων τῶν πολυρρίζων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυρρίζοις τοῖς πολυρρίζοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυρρίζους τὰ πολύρριζ
     κλητική ! πολύρριζοι πολύρριζ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυρρίζω τὼ πολυρρίζω
      γεν-δοτ τοῖν πολυρρίζοιν τοῖν πολυρρίζοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύρριζος (ελληνιστική κοινή) < πολύ- + αρχαία ελληνική ῥίζ(α) + -ος. Δείτε και ρρ.

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύρριζος, -ος, -ον