πολωσιοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολωσιοσκόπιο | τα | πολωσιοσκόπια |
γενική | του | πολωσιοσκόπιου & πολωσιοσκοπίου |
των | πολωσιοσκόπιων & πολωσιοσκοπίων |
αιτιατική | το | πολωσιοσκόπιο | τα | πολωσιοσκόπια |
κλητική | πολωσιοσκόπιο | πολωσιοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολωσιοσκόπιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολωσιοσκόπι(ον) (& πολωσισκόπιον)[1] + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πόλωσι(ς) + -ο- + -σκόπιο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.lo.si.oˈsko.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λω‐σι‐ο‐σκό‐πι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολωσιοσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική) συσκευή για μετρήσεις για το φαινόμενο της πόλωσης
- → χρειάζεται παράθεμα για το πολωμένο φως
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πόλωση και σκοπεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολωσιοσκόπιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Lua error in Module:interval at line 19: Λείπει η παράμετρος p - Missing parameter 'p' (position-X)./mode/1up πολωσιοσκόπιο σελ.5995}πολωσιοσκόποιον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)