↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολωσιοσκόπιο τα πολωσιοσκόπια
      γενική του πολωσιοσκόπιου
πολωσιοσκοπίου
των πολωσιοσκόπιων
πολωσιοσκοπίων
    αιτιατική το πολωσιοσκόπιο τα πολωσιοσκόπια
     κλητική πολωσιοσκόπιο πολωσιοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολωσιοσκόπιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολωσιοσκόπι(ον) (& πολωσισκόπιον)[1] + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πόλωσι(ς) + -ο- + -σκόπιο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.lo.si.oˈsko.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λω‐σι‐ο‐σκό‐πι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολωσιοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πόλωση και σκοπεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία