Δείτε επίσης: πολυχρόνιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυχρονικός η πολυχρονική το πολυχρονικό
      γενική του πολυχρονικού της πολυχρονικής του πολυχρονικού
    αιτιατική τον πολυχρονικό την πολυχρονική το πολυχρονικό
     κλητική πολυχρονικέ πολυχρονική πολυχρονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυχρονικοί οι πολυχρονικές τα πολυχρονικά
      γενική των πολυχρονικών των πολυχρονικών των πολυχρονικών
    αιτιατική τους πολυχρονικούς τις πολυχρονικές τα πολυχρονικά
     κλητική πολυχρονικοί πολυχρονικές πολυχρονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polychronic < αρχαία ελληνική πολύς + χρόνος

  Επίθετο επεξεργασία

πολυχρονικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία