πολυχρονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polychronic < αρχαία ελληνική πολύς + χρόνος
Επίθετο επεξεργασία
πολυχρονικός
- (λόγιο) που συμβαίνει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυχρονικός