πολυχρονικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυχρονικότητα < πολυχρονικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυχρονικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του πολυχρονικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυχρονικότητα
|
Δείτε επίσης : πολυχρονιότητα |
πολυχρονικότητα θηλυκό
|