Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυυπνογραφία οι πολυυπνογραφίες
      γενική της πολυυπνογραφίας των πολυυπνογραφιών
    αιτιατική την πολυυπνογραφία τις πολυυπνογραφίες
     κλητική πολυυπνογραφία πολυυπνογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυυπνογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polysomnography

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυυπνογραφία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία