πολυυπνογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυυπνογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polysomnography
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυυπνογραφία θηλυκό
- (ιατρική) μέθοδος καταγραφής και μελέτης του ύπνου για διαπίστωση διαταραχών (αναπνοή, ροχαλητό κ.λπ.)
- ※ Η διάγνωση του συνδρόμου βασίζεται στο ιστορικό, την κλινική εξέταση που μπορεί να γίνει από τον ωτορινολαρυγγολόγο με ειδικά ενδοσκόπια, τον ακτινολογικό έλεγχο και την πολυυπνογραφία. Η πολυυπνογραφία γίνεται σε εξειδικευμένα κέντρα μελέτης ύπνου και είναι μία πλήρης ολονύκτια καταγραφή για τη διάγνωση διαταραχών του ύπνου. (www.protothema.gr, 14/08/2017)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυυπνογραφία