ροχαλητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροχαλητό | τα | ροχαλητά |
γενική | του | ροχαλητού | των | ροχαλητών |
αιτιατική | το | ροχαλητό | τα | ροχαλητά |
κλητική | ροχαλητό | ροχαλητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαροχαλητό ουδέτερο
- εισπνευστικός και εκπνευστικός ρόγχος, που προκαλείται από μερική απόφραξη των άνω αεροφόρων οδών