ronflement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ronflement | ronflements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ronflement (fr) αρσενικό
- το ροχαλητό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ronfler
ενικός | πληθυντικός |
ronflement | ronflements |
ronflement (fr) αρσενικό