ρόγχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρόγχος | οι | ρόγχοι |
γενική | του | ρόγχου | των | ρόγχων |
αιτιατική | τον | ρόγχο | τους | ρόγχους |
κλητική | ρόγχε | ρόγχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρόγχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρόγχος < ελληνιστική κοινή ῥογχός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρόγχος αρσενικό
- θορυβώδης αναπνοή
- το ροχαλητό
- μη φυσιολογικός αναπνευστικός ήχος ο οποίος χαρακτηρίζεται από ασυνεχείς αναβράζοντες ήχους, κατά τη διάρκεια ακρόασης των πνευμόνων, στην εισπνευστική φάση