Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόγχος οι ρόγχοι
      γενική του ρόγχου των ρόγχων
    αιτιατική τον ρόγχο τους ρόγχους
     κλητική ρόγχε ρόγχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρόγχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρόγχος < ελληνιστική κοινή ῥογχός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόγχος αρσενικό

  1. θορυβώδης αναπνοή
  2. το ροχαλητό
  3. μη φυσιολογικός αναπνευστικός ήχος ο οποίος χαρακτηρίζεται από ασυνεχείς αναβράζοντες ήχους, κατά τη διάρκεια ακρόασης των πνευμόνων, στην εισπνευστική φάση

  Μεταφράσεις επεξεργασία