πολυσεξουαλικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυσεξουαλικότητα < πολυ- + σεξουαλικότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polysexuality ; • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυσεξουαλικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) μορφή σεξουαλικότητας που σχετίζεται με τη συνύπαρξη διαφορετικών τύπων σεξουαλικών σχέσεων· η πολύπλευρη σεξουαλική έλξη, που χαρακτηρίζεται από ερωτικό ενδιαφέρον για πρόσωπα ανεξάρτητα από το βιολογικό φύλο τους και για άτομα με διάφορες έμφυλες ταυτότητες (όχι όμως όλες)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυσεξουαλικότητα