↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκαιρισμένος η πολυκαιρισμένη το πολυκαιρισμένο
      γενική του πολυκαιρισμένου της πολυκαιρισμένης του πολυκαιρισμένου
    αιτιατική τον πολυκαιρισμένο την πολυκαιρισμένη το πολυκαιρισμένο
     κλητική πολυκαιρισμένε πολυκαιρισμένη πολυκαιρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκαιρισμένοι οι πολυκαιρισμένες τα πολυκαιρισμένα
      γενική των πολυκαιρισμένων των πολυκαιρισμένων των πολυκαιρισμένων
    αιτιατική τους πολυκαιρισμένους τις πολυκαιρισμένες τα πολυκαιρισμένα
     κλητική πολυκαιρισμένοι πολυκαιρισμένες πολυκαιρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυκαιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολυκαιρίζω

πολυκαιρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία